- οὐσιάρχης
- οὐσι-άρχης, ου, ὁ,A source of existence, substantiae auctor, Apul.Asclep.19 (p.54 Thomas).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουσιάρχης — οὐσιάρχης, ὁ (Α) ο δημιουργός τής ύπαρξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐσία + άρχης (< ἄρχω)] … Dictionary of Greek
οὐσιάρχης — source of existence masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐσιάρχας — οὐσιάρχᾱς , οὐσιάρχης source of existence masc acc pl οὐσιάρχᾱς , οὐσιάρχης source of existence masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
The Space Trilogy — Out of the Silent Planet, Perelandra, That Hideous Strength Author Clive Staples Lewis Country United Kingdom Language … Wikipedia
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
ουσιαρχία — οὐσιαρχία, ἡ (Α) [ουσιάρχης] η πηγή τής ύπαρξης … Dictionary of Greek